κόασμα

κόασμα
το
η φωνή τών βατράχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόασμα — το, ατος η φωνή του βατράχου ή η απομίμησή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρεκεκέξ — (Α βρεκεκέξ) απομίμηση της φωνής των βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία που μιμείται το κόασμα των βατράχων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”